κοσκινιστικός

κοσκινιστικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοσκίνισμα, ο σχετικός με το κοσκίνισμα («κοσκινιστική μηχανή»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοσκινιστικά
δαπάνη ή αμοιβή για κοσκίνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Στέφ. Π. Εμμ. Γιαννόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”